πομπευσις

πομπευσις
    πόμπευσις
    -εως ἥ торжественное шествие, процессия Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πομπευσις" в других словарях:

  • πομπεύσεις — πόμπευσις fem nom/voc pl (attic epic) πόμπευσις fem nom/acc pl (attic) πομπεύω conduct aor subj act 2nd sg (epic) πομπεύω conduct fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόμπευση — η / πόμπευσις, εύσεως, ΝΑ [πομπεύω] νεοελλ. δημόσιο ρεζίλεμα, διαπόμπευση, πόμπευμα αρχ. η τέλεση πομπής, πομπεία* …   Dictionary of Greek

  • πομπεύσεων — πομπεύσεω̆ν , πόμπευσις fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπεύσῃ — πομπεύσηι , πόμπευσις fem dat sg (epic) πομπεύω conduct aor subj mid 2nd sg πομπεύω conduct aor subj act 3rd sg πομπεύω conduct fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»